κλαρινέτο

κλαρινέτο
Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Στην ελληνική λαϊκή μουσική αποκαλείται κλαρίνο. Αποτελείται από έναν λεπτό, συνήθως εβένινο (ή πλαστικό) κύλινδρο, στο επιστόμιο του οποίου βρίσκεται ένα ράμφος εφοδιασμένο με απλή γλωσσίδα (μικρό ευλύγιστο έλασμα από μέταλλο, του οποίου οι παλμικές δονήσεις παράγουν ήχο με το πέρασμα του αέρα) και στο αντίθετο άκρο μια απόληξη σε σχήμα κώδωνα. Τα σύγχρονα κ. έχουν 20 ή περισσότερες οπές που παράγουν διαφορετικούς τόνους. Ορισμένες από αυτές καλύπτονται με τα δάχτυλα και οι υπόλοιπες με κλειδιά. Υπάρχουν διάφοροι τύποι κ., το πιο διαδεδομένο ωστόσο είναι το σοπράνο κ. σε σι ύφεση, με ηχόχρωμα ιδιαίτερα λαμπερό και έκταση περίπου τρισήμισι οκτάβων, που χρησιμοποιείται συνήθως στις συμφωνικές ορχήστρες. Άλλα λιγότερα γνωστά είναι το σοπράνο κ. σε λα με ήχο βαθύτερο και πιο θερμό, το κ. σε μι ύφεση, οξύτατο, που χρησιμοποιείται κυρίως στις στρατιωτικές μπάντες, το μπάσο κ., με πολύ βαθύ ήχο και το κοντραμπάσο κ., που είναι κατά μία οκτάβα χαμηλότερο από το μπάσο. Το κ. κατασκευάστηκε για πρώτη φορά στη Νυρεμβέργη περίπου το 1700 από τον Γιόχαν Κριστόφ Ντένερ, ο οποίος τελειοποίησε ένα παλιό γαλλικό όργανο, το chalumeau. Με την προσθήκη μίας οκτάβας, αργότερα από τον ίδιο τον Ντένερ, και με άλλες βελτιώσεις στον μηχανισμό του οργάνου κατά τη διάρκεια του 18ου αι., το κ. σημείωσε μεγάλη επιτυχία χάρη στις ηχοχρωματικές αρετές του και αξιοποιήθηκε τόσο ως όργανο ορχήστρας (για πρώτη φορά το 1780) όσο και ως σολιστικό όργανο. Από τις παρεμβάσεις του Βέλγου κατασκευή μουσικών οργάνων Άντολφ Σαξ στο κ. προέκυψε και το σαξόφωνο. Μεταξύ των πολλών συνθετών που έγραψαν μουσική για κ. σημαντικότεροι είναι οι Μότσαρτ (κοντσέρτο για κ. Κ 622), Μπραμς (2 σονάτες για κ. και πιάνο) και Βέμπερ (2 κοντσέρτα για κ. op 73 και 74). Σήμερα το κ. διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο κυρίως ως όργανο ορχήστρας, ενώ ως σολιστικό όργανο χρησιμοποιείται με ιδιαίτερο τρόπο στη μουσική τζαζ (ο Μπένι Γκούντμαν και ο Άρτι Σο υπήρξαν διάσημοι δεξιοτέχνες του κ.) και στις συνθέσεις της (κοντσέρτο για κ. και ορχήστρα του Ααρών Κόπλαντ). Στην Ελλάδα, η διάδοσή του κ. οφείλεται στους τσιγγάνους, οι οποίοι το έφεραν από την Τουρκία περίπου το 1835. Για πολλές δεκαετίες το κ. κατείχε κυρίαρχη θέση στις λαϊκές γιορτές και στα πανηγύρια και γι’ αυτό ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στον ελληνικό λαό. Αλλά και τώρα, αν και έχει αντικατασταθεί στην προτίμηση του κοινού από άλλα σύγχρονα μουσικά όργανα, εξακολουθεί να διαθέτει πιστό κοινό. Μεταξύ των αξιόλογων σύγχρονων δεξιοτεχνών του κλαρίνου στην Ελλάδα συγκαταλέγονται ο Πετρο-Λούκας Χαλκιάς, ο Γιώργος Μάγγας, ο Βασίλης Σαλέας κ.ά. To κλαρινέτο παίζει σημαντικό ρόλο ως όργανο ορχήστρας ή και σόλο, στην τζαζ και στις συνθέσεις που έχουν την προέλευσή τους στην τζαζ.
* * *
το
οικογένεια πνευστών μουσικών οργάνων με μονή γλωσσίδα, στα οποία κυριαρχεί το κυλινδρικό σχήμα τής καμπάνας και τα οποία κατασκευάζονται συνήθως από ξύλο γρεναδίλιας ή έβενο, αλλ. ευθύαυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. clarin-etto].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλαρινέτο — το (λ. ιταλ.), πνευστό μουσικό όργανο: Παίζει κλαρινέτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… …   Dictionary of Greek

  • ευθύαυλος — ο πνευστό μουσικό όργανο, το κλαρινέτο, σε αντιδιαστολή με τον πλαγίαυλο, το φλάουτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + αυλός] …   Dictionary of Greek

  • κλαρίνο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Βλ. λ. κλαρινέτο. * * * το 1. λαϊκή ονομασία τού κλαρινέτου 2. η επάνω έκταση τής μπαρόκ τρομπέτας, από την 8η ώς την 20ή ή και υψηλότερη αρμονική 3. φρ. (συν. με σκωπτική διάθεση) «στέκεται κλαρίνο» στέκεται… …   Dictionary of Greek

  • κλαρινετίστας — ο αυτός που παίζει κλαρινέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. clarinett ista] …   Dictionary of Greek

  • κολάζ — (γαλλ. collage). Όρος της ζωγραφικής που χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς για τα έργα των καλλιτεχνών οι οποίοι, αντί να μεταχειρίζονται μόνο χρώματα, επικολλούν ετερογενή υλικά σε μία επιφάνεια (φωτογραφίες, έντυπα, γραμματόσημα, υφάσματα,… …   Dictionary of Greek

  • ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… …   Dictionary of Greek

  • παρτιτούρα — (Μουσ.) Το σύνολο των διαφόρων φωνητικών και οργανικών μερών, που αποτελούν μια μουσική σύνθεση, και τα οποία, καταχωρούμενα το ένα κάτω από το άλλο, υποδεικνύουν κάθετα τα μουσικά όργανα και τις ανθρώπινες φωνές που προορίζονται για συνήχηση.… …   Dictionary of Greek

  • φαγκότο — (Μουσ.). Στα ελληνικά λέγεται βαρύαυλος. Το βαθύτερο από τα πνευστά μουσικά όργανα της ομάδας των ξύλινων. Με διπλό επιστόμιο και κωνικό σωλήνα, το φ. έχει μεγάλη έκταση και μεγάλη ποικιλία ηχητικού όγκου, αν και διατηρεί σε όλη την έκταση τα… …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”